παράπλασμα

παράπλασμα
το, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. το σύνολο τών μη ζώντων εγκλείστων τού πρωτοπλάσματος, αλλ. αλλόπλασμα
αρχ.
1. τεμάχιο χρωματισμένου κηρού το οποίο βρίσκεται επικολλημένο στο περιθώριο βιβλίου για επισήμανση αμφίβολων ή σκοτεινών χωρίων τού κειμένου
2. τέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλάσσω. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. paraplasm].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παράπλασμα — piece of coloured wax stuck on to the margin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλάσματα — παράπλασμα piece of coloured wax stuck on to the margin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”